- Βατικανού, Πόλη του-
- (Citta del Vaticano)
Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία).
Πολιτικά στοιχεία
Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις ακρινές υπώρειες των λόφων Μόντε Μάριο και Τζανίκολο. Η βασιλική του Αγίου Πέτρου με τα προσαρτημένα αποστολικά μέγαρα και άλλα μικρότερα οικοδομήματα, καλύπτει περίπου το ένα τρίτο της συνολικής έκτασης της επικράτειάς της. Αποτελούν όμως τμήμα του κράτους της Π. του Β. πολλές περιοχές και κτίρια που βρίσκονται σε ιταλικό έδαφος: είναι οι τρεις βασιλικές της Σάντα Μαρία Ματζόρε (Παναγία η Μείζων), του Σαν Τζοβάνι του Λατερανού (Αγίου Ιωάννη Λατερανού) και του Σαν Πάολο εκτός των Τειχών (Αγίου Παύλου), με τα προσαρτημένα κτίρια, μερικά μέγαρα της Ρώμης, όπου έχουν την έδρα τους διάφορες παπικές υπηρεσίες –καγκελαρία, αποστολική δαταρία κλπ.– η έπαυλη και το ανάκτορο Καστέλ Γκαντόλφο στη λίμνη Αλμπάνο, όπου είναι εγκατεστημένο ένα από τα αρχαιότερα αστρονομικά παρατηρητήρια της Ευρώπης (το Β. Αστεροσκοπείο) και η θερινή κατοικία του πάπα. Έδαφος του Β. είναι ακόμα η περιοχή όπου υψώνεται, κοντά στο Τσεζάνο, σε μικρή απόσταση από το κέντρο της Ρώμης, το κτίριο του ισχυρού ραδιοφωνικού σταθμού της Σάντα Μαρία Γκαλερία κ.ά.
Γλώσσα και εθνότητες. Οι λίγες εκατοντάδες κάτοικοι είναι κυρίως Ιταλοί (οι θρησκευτικοί παράγοντες), Ελβετοί (τα μέλη που αποτελούν τη φρουρά) κ.ά. Επίσημες γλώσσες είναι η ιταλική, η γαλλική, αλλά κυρίως η λατινική σε ό,τι αφορά τα επίσημα έγγραφα της Αγίας Έδρας.
Θρησκεία. Όλοι οι πολίτες της Π. του Β. είναι ασφαλώς ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί.
Πολίτευμα, νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία. Και χωρίς τα ιδιαίτερα εδαφικά χαρακτηριστικά, το κράτος της Π. του Β. παρουσιάζει μερικές ιδιορρυθμίες που το ξεχωρίζουν από οποιοδήποτε άλλο κράτος, προπάντων εξαιτίας της αδιάσπαστης σύνδεσής του με την Αγία Έδρα, της οποίας την ανεξαρτησία έχει ως κύρια αποστολή του να διασφαλίζει. Πράγματι, ενεργεί πάντοτε και μόνο μέσω της Αγίας Έδρας, η οποία δεν θεωρείται εδαφική οντότητα και ασκεί την εξουσία πάνω στο ίδιο το κράτος, το οποίο έτσι δεν είναι αυθύπαρκτο νομικό πρόσωπο, αλλά δευτερογενές. Και, διαφορετικά απ’ ό,τι συμβαίνει με τα άλλα κράτη, των οποίων συστατικά στοιχεία είναι το έδαφος, ο πληθυσμός και η εθνική κυριαρχία, από το κράτος της Π. του Β. εκλείπει η τελευταία, την οποία ασκεί η Αγία Έδρα. Το καθεστώς εξάλλου που το διέπει είναι το ίδιο με της καθολικής εκκλησίας, δηλαδή το κανονικό δίκαιο. Ανώτατο όργανό του είναι ο ίδιος ο αρχηγός Επίσημη ονομασία:
Η Αγία Έδρα – Κράτος της Πόλης του Βατικανού
(Santa Sede – Stato della Citta del Vaticano).
Έκταση: 0,44 τ. χλμ.
Πληθυσμός 890 κατ. (2001)
Πρωτεύουσα: Πόλη του
Βατικανούτης καθολικής εκκλησίας, ο πάπας. Σκοποί των πολιτειακών θεσμών του δεν είναι, όπως σε όλα τα κράτη, η ρύθμιση της κοινής ζωής των πολιτών του, αλλά η σταθεροποίηση και η εγγύηση της ανεξαρτησίας της Αγίας Έδρας από κάθε εξωτερική επιρροή ή κατάχρηση δύναμης. Ωστόσο, το κράτος της Π. του Β. παρουσιάζεται εξωτερικά οργανωμένο όπως οποιοδήποτε άλλο κράτος, με τη μορφή αιρετής μοναρχίας, της οποίας ο αρχηγός –ο πάπας– έχει όλες τις εξουσίες: εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική.
Εκπαίδευση. Στην Π. του Β. δεν λειτουργούν εκπαιδευτικά ιδρύματα, ούτε καν της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, ενώ δεν υπάρχει αναλφάβητος στο κράτος, σύμφωνα με στοιχεία του 2000.
Άμυνα. Η άμυνα της Π. του Β. έχει ανατεθεί στην ιταλική κυβέρνηση. Στις πύλες του Β. είναι εγκατεστημένη η Παπική Φρουρά, που αποτελείται (για ιστορικούς λόγους) μόνο από Ελβετούς πολίτες και βρίσκεται εκεί για την ασφάλεια και την προσωπική προστασία του πάπα. Στο έδαφος του Β. υφίσταται εξάλλου δουλεία διεθνούς χαρακτήρα υπέρ του ιταλικού κράτους που αφορά την πλατεία του Αγίου Πέτρου, η οποία πρέπει να είναι πάντοτε ανοιχτή στο κοινό και να βρίσκεται υπό την εξουσία της αστυνομίας της ιταλικής δημοκρατίας.
Ο πληθυσμός
Πολίτες του κράτους της Π. του Β. είναι ο ποντίφικας και οι καρδινάλιοι της παπικής αυλής (που παραμένουν δηλαδή στη Ρώμη, έστω και έξω από το Β.)· επίσης τα άτομα που κατοικούν μόνιμα στο κράτος της Π. του Β. για λόγους εργασίας ή άλλης απασχόλησης και οι συγγενείς που ζουν μαζί τους, αν έχουν άδεια διαμονής. Μπορούν να έχουν την υπηκοότητα του Β. και άλλα πρόσωπα όταν τους έχει χορηγηθεί ειδική άδεια του πάπα. Ιδιαίτεροι κανονισμοί καθορίζουν τις περιπτώσεις απώλειας της υπηκοότητας.
Η οικονομία
Οι υπήκοοι του Β. δεν πληρώνουν φόρους. Τα έσοδα του κράτους προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από την πώληση των γραμματοσήμων και των εισιτηρίων των μουσείων του Β., του θησαυρού του Αγίου Πέτρου (έτσι ονομάζονται οι εισφορές των πιστών ρωμαιοκαθολικών) κλπ. Το έλλειμμα του ισοζυγίου του καλύπτεται από την Αγία Έδρα. Το 1997 τα έσοδα της Π. του Β. ανήλθαν στο ποσό των 209,6 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ.
Νόμισμα. Από το 2002, σύμφωνα με παλαιότερη απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Π. του Β. υιοθέτησε το ευρώ, αντικαθιστώντας τη λιρέτα του Β. που ήταν έως τότε το νόμισμα του κράτους (και ακολουθούσε τις νομισματικές διακυμάνσεις της ιταλικής λιρέτας).
Ιστορία
Με τη Συνθήκη του Λατερανού (11 Φεβρουαρίου 1929) μεταξύ της ιταλικής κυβέρνησης και της Αγίας Έδρας, ιδρύθηκε το κράτος της Π. του Β., επί πάπα Πίου ΙΑ’. Η συνθήκη αυτή, που ανανεώθηκε το 1984, αναγνώριζε την επικυριαρχία της στην Π. του Β. Μετά τον Πίο ΙΑ’, οι πάπες και συνάμα οι αρχηγοί του κράτους του Β., ήταν: Πίος ΙΒ’ (1939-58), Ιωάννης ΚΓ’ (1958-63), Παύλος ΣΤ’ (1963-78), Ιωάννης Παύλος Α’ (1978) και Ιωάννης Παύλος Β’ (1978 μέχρι σήμερα).
Ο Ιωάννης Παύλος Β’ ανέπτυξε έντονη διεθνή δραστηριότητα για την προβολή της καθολικής εκκλησίας και αρκετές δηλώσεις του τα τελευταία χρόνια σε θέματα της επικαιρότητας (αμβλώσεις, AIDS κλπ.) προκάλεσαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Το 1989 αποκατέστησε τις διπλωματικές σχέσεις με τη γενέτειρά του Πολωνία, που ήταν η πρώτη χώρα του ανατολικού συνασπισμού η οποία προχώρησε σε αυτή την κίνηση. Ακολούθησε η Λευκορωσία και τον Νοέμβριο του 1989 ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπήρξε ο πρώτος Σοβιετικός ηγέτης που έγινε δεκτός από τον πάπα σε επίσημη επίσκεψη στην Π. του Β. Το άνοιγμα προς την ανατολική Ευρώπη επιταχύνθηκε ιδιαίτερα το 1992, μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του Συμφώνου της Βαρσοβίας και τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Το 1992, το Ισραήλ και η Π. του Β. συνέστησασν κοινή επιτροπή και τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις της Π. του Β. με το Μεξικό. Τον Δεκέμβριο του 1993 η Π. του Β. και το Ισραήλ, υπέγραψαν συμφωνία αμοιβαίας συνεργασίας και προχώρησαν σε ανταλλαγή πρεσβευτών. Λίγο αργότερα, η Π. του Β. αποκατέστησε επίσημες σχέσεις και με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.
Παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας του (που προήλθε μετά από τραυματισμό του σε εναντίον του δολοφονική απόπειρα το 1981) ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ συνέχισε τα ταξίδια του σε πολλές χώρες της Ασίας, της Αφρικής, της Ωκεανίας και της Αμερικής, με αποκορύφωμα το ταξίδι του στην Κούβα και τη συνάντησή του με τον Φιντέλ Κάστρο.
Οι Σύνοδοι του Β. Έτσι αναφέρονται δύο συνελεύσεις ανωτάτων αξιωματούχων της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, προερχομένων από όλες τις χώρες που ακολουθούν το λατινικό δόγμα. Η πρώτη συνήλθε τον Δεκέμβριο του 1869 και κατά τις συνεδρίες της 13ης και 18ης Ιουλίου 1870 θέσπισε το αλάθητο του πάπα: οι επίσημα διακηρυσσόμενες αποφάσεις του πάπα της Ρώμης, σε ό,τι αφορά τη διδασκαλία για την πίστη και για το ήθος, είναι αλάθητες και δεν χρειάζεται να εγκρίνονται από τους καρδινάλιους και τους επισκόπους. Οι εργασίες της συνόδου αυτής δεν ολοκληρώθηκαν, γιατί τα ιταλικά στρατεύματα κυρίευσαν τη Ρώμη και κατέλυσαν την κοσμική εξουσία του πάπα. Ωστόσο, η καθολική εκκλησία εξακολουθεί να αναγνωρίζει και να παραδέχεται ως δόγματα πίστης, όσα θέσπισε η Α’ Σύνοδος του Β.
Η Β’ Σύνοδος του Β. συνήλθε το 1962-65 και εγκαινίασε αδελφικό διάλογο ανάμεσα στην καθολική και την ορθόδοξη εκκλησία, διάλογο που συνεχίζεται, με τελικό σκοπό να επιτευχθεί η ένωση των δύο εκκλησιών.
ΤέχνηΜουσεία Β. Με τη γενική ονομασία μουσεία του Β., αναφέρεται ένα σύνολο ιδρυμάτων που βρίσκονται άλλα στο Β. και άλλα στο Λατερανό: τα τελευταία όμως ονομάζονται και μουσεία του Λατερανού. Από τα σημαντικότερα είναι: το Museo Pio-Clementino (Πίου-Κλήμεντος), Museo Chiaramonti (Κιαραμόντι), Museo Gregoriano Egizio (Γρηγοριανό Αιγυπτιακό), Museo Gregoriano Etrusco (Γρηγοριανό Ετρουσκικό), Museo Cristiano (Χριστιανικό), Museo Profano (Μη θρησκευτικής τέχνης), η Πινακοθήκη κλπ. Παρότι στη σημερινή τους μορφή τα ιδρύματα αυτά δημιουργήθηκαν μεταξύ 17ου και 20ού αι., πρέπει να ανατρέξουμε στην ουμανιστική περίοδο για να ανακαλύψουμε την ίδρυσή τους. Το 1471, ο Σίξτος Δ’ προσέφερε στον ρωσικό λαό την αρχαιότερη συλλογή έργων τέχνης που υπήρχε έως τότε: το Μουσείο του Καπιτωλίου. Όταν χειροτονήθηκε πάπας ο Ιούλιος Β’, μετέφερε στο Β. από την επισκοπική κατοικία του στο Σαν Πιέτρο ιν Βίνκολι το περίφημο άγαλμα του Απόλλωνα που από το προαύλιο όπου τοποθετήθηκε, ονομάστηκε αργότερα Απόλλων του Μπελβεντέρε. Μπορεί να ειπωθεί ότι με τον πάπα αυτό, αληθινό τέκνο της Αναγέννησης, το πάθος για τις συλλογές έργων τέχνης εισχώρησε στα αυστηρά τείχη του Β. Αρκετά γρήγορα, πράγματι, πολυάριθμα και σημαντικά έργα προστέθηκαν σε εκείνο το πρώτο, έτσι που να δικαιολογείται η νέα ονομασία Antiquario delle statue (συλλογή αρχαίων αγαλμάτων) που δόθηκε στο προαύλιο στο οποίο συγκεντρώθηκαν τα έργα. Πολύ σύντομα μάλιστα ο χώρος δεν ήταν αρκετός εκεί και τα έργα τέχνης πλημμύρισαν ακόμα και τη στοά του Ραφαήλ (κατά την επιθυμία του Λέοντος Γ’). Μια προσωρινή διακοπή σημειώθηκε με τον Πίο Ε’, τον αυστηρό ερμηνευτή του πνεύματος της Αντιμεταρρύθμισης, ο οποίος όχι μόνο έκλεισε το Αντικουάριο, αλλά απομάκρυνε από το Β. μεγάλο αριθμό από τα μεγάλης αξίας αγάλματα, δωρίζοντάς τα στο Μουσείο του Καπιτωλίου ή και σε ιδιώτες ακόμα, όπως στον Μαξιμιλιανό Β’ και στον Φραγκίσκο των Μεδίκων.
Η ώθηση όμως για τη συγκέντρωση έργων τέχνης ήταν ασταμάτητη και πάρα πολλά ήταν τα αρχαιολογικά ευρήματα που ήρθαν στο φως στη Ρώμη και στις περιοχές που ήταν ιδιοκτησία της εκκλησίας, έτσι που δεν μπόρεσαν οι πάπες να μείνουν αδιάφοροι. Άλλωστε, η ίδια η Βιβλιοθήκη του Β., για εικονογράφηση και τεκμηρίωση των έργων της, είχε συγκεντρώσει με το πέρασμα των αιώνων ένα πλούσιο και σημαντικής αξίας υλικό σε μικρότερα έργα (νομίσματα, αγγεία, επιγραφές, κομψοτεχνήματα από φίλντισι, μπρούντζο κλπ.), τα οποία αναγκαστικά έπρεπε να καταγραφούν σε καταλόγους και να ταξινομηθούν.
Δημιουργήθηκε έτσι, επί Βενεδίκτου ΙΔ’ το 1756, ο πρώτος πυρήνας των μουσείων του Β., το Μουσείο Χριστιανικής Αρχαιότητας, στο οποίο προστέθηκε –πάντοτε σύμφωνα με την επιθυμία του Βενεδίκτου ΙΔ’– η Πινακοθήκη Επιγραφών. Μετά από δέκα χρόνια (1767) ο Κλήμης ΙΒ’, με τη συνεργασία του καρδινάλιου Αλμπάνι (και ίσως του Βίνκελμαν), δημιούργησε το Κοσμικό Μουσείο, νομισματική συλλογή που περιλαμβάνει νομίσματα και μετάλλια μεγάλου ενδιαφέροντος. Στο μεταξύ, η εντατικοποίηση των ερευνών και των αρχαιολογικών ανασκαφών είχε προκαλέσει έναν ανανεωμένο συλλεκτικό ζήλο, ενώ μεγάλος αριθμός ελληνικών, αιγυπτιακών, ετρουσκικών και ρωμαϊκών έργων, που έρχονταν συστηματικά στο φως, συγκεντρώνονταν στο Β. Ο Κλήμης ΙΔ’ (1770) και ο διάδοχός του Πίος ΣΤ’ μπόρεσαν έτσι να ιδρύσουν ένα εξαιρετικό μουσείο γλυπτών έργων, το οποίο από τους δύο πάπες πήρε το όνομα Μουσείο Πίου-Κλήμεντος. Το μουσείο αυτό στεγάστηκε σε κτίρια που σε μεγάλο μέρος κτίστηκαν γι’ αυτό τον σκοπό. Οι συλλογές του νέου μουσείου, καθώς και οι συλλογές του Museo Profano, υπέστησαν τις συνέπειες της γαλλικής κατοχής και μεγάλος αριθμός εκθεμάτων μεταφέρθηκε στη Γαλλία.
Αφού πέτυχε κατά ένα μέρος την επιστροφή τους στην Ιταλία, ο Πίος Ζ’ κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα νέο μουσείο που ονομάστηκε Κιαραμόντι από το επώνυμο του πάπα αυτού. Μαζί με το Μουσείο Πίου-Κλήμεντος αποτελεί το πιο επιβλητικό και το πιο πλούσιο σύνολο γλυπτών που υπάρχει στον κόσμο. Ο Πίος Ζ’ θεμελίωσε επίσης την Πινακοθήκη και το Μενταλιέρε (Μουσείο Μεταλλίων και Νομισμάτων).
Βασικής σημασίας όμως υπήρξε το έργο του Γρηγορίου ΙΣΤ’, με το οποίο τα μουσεία του Β. έφτασαν στη σημερινή τους λαμπρότητα. Το 1836 ίδρυσε την Galleria degli Αrazzi (Στοά των Ταπήτων) που προστέθηκε στην Galleria dei Candelabri (Στοά των Κηροπηγίων)· το 1837 εγκαινίασε το Ετρουσκικό Μουσείο, εξαιρετικής σπουδαιότητας για τη γνώση του ετρουσκικού πολιτισμού του νότου· το 1839 το Αιγυπτιακό Μουσείο· το 1844 το Museo Profano Lateranense (Μουσείο μη θρησκευτικής τέχνης του Λατερανού). Δέκα χρόνια αργότερα, o Πίος Θ’ εγκαινίασε το Museo Cristiano Lateranense (Χριστιανικό Μουσείο του Λατερανού), αφιερωμένο στην παλαιοχριστιανική τέχνη, και άνοιξε νέες αίθουσες για τη συγκέντρωση και ταξινόμηση του υλικού που βρέθηκε στην Όστια.
Στον Πίο ΙΑ’, εκτός από σημαντικές προσθήκες στο Ετρουσκικό και το Αιγυπτιακό μουσείο, οφείλεται και η εγκαινίαση του Ιεραποστολικού Εθνολογικού Μουσείου.
Αποστολική Βιβλιοθήκη Β. Χάρη στον πλούτο και στην αξία των συλλογών της, είναι μία από τις σημαντικότερες και πληρέστερες του κόσμου. Ιδρυτής της θεωρείται o πάπας Νικόλαος E’ (1397-1455), στην πραγματικότητα όμως η ιστορία της βιβλιοθήκης είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η εκκλησία της Ρώμης. Δυστυχώς, είναι λίγες και αποσπασματικές οι πληροφορίες που υπάρχουν για τους πρώτους αιώνες· για το πρώτο ευρετήριο πρέπει να ανατρέξουμε στο 1295. Αντίθετα, δεν λείπουν οι γραπτές πηγές για την περίοδο της Αβινιόν και για την εποχή που ακολούθησε την επιστροφή της παπικής έδρας στη Ρώμη. Οπωσδήποτε, οι κώδικες που κληρονόμησε ο Νικόλαος Ε’ κατά τη στιγμή της ανάρρησής του στον παπικό θρόνο, ήταν μόνο 350. Ο αριθμός όμως αυτός των βιβλίων αυξήθηκε εντυπωσιακά κατά τη διάρκεια της παποσύνης του και αργότερα έγινε τόσο σημαντικός ώστε χρειάστηκε ιδιαίτερο οίκημα, το οποίο χτίστηκε πράγματι κάτω από τα διαμερίσματα του πάπα. Παρά τις διάφορες εναλλαγές της τύχης (το 1527, π.χ., κατά τη λεηλασία της Ρώμης, υπέστη μεγάλες διαρπαγές), η Βιβλιοθήκη του Β. εξακολούθησε να μεγαλώνει με διάφορες δωρεές, όπως η Παλατινή Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης που τη δώρισε ο εκλέκτορας της Βαυαρίας, η συλλογή Ουρμπινάτε, η συλλογή της Χριστίνας της Σουηδίας (η λεγόμενη Βασιλική Συλλογή), καθώς και οι συλλογές των μεγάλων οικογενειών παπών και ευγενών (Μποργκέζε, Βοργία, Κίτζι, Οτομπόνι κλπ.). Τη Βιβλιοθήκη εγκατέστησε ο Σίξτος Ε’ προς το τέλος του 16ου αι. σε ένα νέο και ευρύχωρο οίκημα. Στο μεταξύ είχε οριστεί ο βιβλιοθηκάριος να είναι καρδινάλιος. Σήμερα, η Βιβλιοθήκη του Β. είναι από τις καλύτερα εξοπλισμένες βιβλιοθήκες του κόσμου: μεταλλικές αποθήκες, μεγάλα αναγνωστήρια, τέλειοι κατάλογοι, αίθουσα για μικροφίλμ, εργαστήρια αποκατάστασης χειρογράφων κλπ. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60.000 χειρόγραφα, 7.000 αρχέτυπα, περίπου 700.000 έντυπα, 100.000 ξυλογραφίες, και επιπλέον χάρτες, σχέδια κ.ά. Περιέχει επίσης παπύρους με ιερογλυφικά, αρχαιότατα παλίμψηστα, πλουσιότατους κώδικες με μικρογραφίες, πολυτελέστατες βιβλιοδεσίες. Η Βιβλιοθήκη του Β. δημοσιεύει καταλόγους χειρογράφων, διάφορες σειρές φωτοτυπημένων αντιγράφων, ανατυπώσεις σε πανομοιότυπο διαφόρων κωδίκων και σημαντικές επιστημονικές συλλογές.
Η ορειχάλκινη πύλη της Πόλης του Βατικανού που φρουρείται από έναν Ελβετό στρατιώτη (φωτ. Tomsich).
Το κτίριο όπου στεγάζεται η Παπική Ακαδημία Επιστημών στην Πόλη του Βατικανού (φωτ. Tomsich)
Το Μουσείο του Λατερανού, που ανήκει στην Πόλη του Βατικανού παρότι που βρίσκεται σε ιταλικό έδαφος (φωτ. DelPriore).
Το κυβερνείο της Πόλης του Βατικανού, έδρα των δημόσιων υπηρεσιών (φωτ. Del Priore).
Άποψη των Μουσείων της Πόλης του Βατικανού.
Η «Αίθουσα του Κωνσταντίνου» με τη «Μάχη του Πόντε Μίλβιο».
Η «Αίθουσα των Απομιμήσεων» του Γρηγοριανού Μουσείου.
Το αρχείο απορρήτων της πόλης του Βατικανού.
Ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ έχει επιτελέσει ένα σημαντικό θρησκευτικό έργο στη διάρκεια της θητείας του στον θρόνο του Βατικανού.
Η περίφημη βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό.
Dictionary of Greek. 2013.